φιλαλήθης

φιλαλήθης
φιλ-αλήθης, ες, (1) Wahrheit liebend, Freund der Wahrheit; (2) φιλαλήϑεις heißt eine gewisse Klasse Philosophen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλαλήθης — loving truth masc/fem acc pl (attic epic doric) φιλαλήθης loving truth masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φιλαλήθης loving truth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλήθης — άληθες, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την αλήθεια,ειλικρινής αρχ. προσωνυμία τού Διός σε νομίσματα τής Λαοδικείας. επίρρ... φιλαλήθως ΝΜΑ με φιλαλήθεια, με ειλικρίνεια («φιλαλήθως καὶ ἀδεκάστως», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀληθής] …   Dictionary of Greek

  • φιλαλήθης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αγαπάει την αλήθεια, ο φίλος της αλήθειας, αυτός που δε λέει ψέματα ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φιλαλήθης, Ιωάννης — (1808 – 1888). Λόγιος. Δίδαξε στις ελληνικές σχολές της Αρτάκης και του Αίνου. Το 1840 προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διορίστηκε καθηγητής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1848 διορίστηκε διευθυντής της Εμπορικής Σχολής της Χάλκης, που… …   Dictionary of Greek

  • φιλαλήθει — φιλαλήθης loving truth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φιλαλήθης loving truth masc/fem/neut dat sg φιλαλήθεϊ , φιλαλήθης loving truth dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλήθη — φιλαλήθης loving truth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φιλαλήθης loving truth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φιλαλήθης loving truth masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαληθέστατον — φιλαλήθης loving truth masc acc superl sg φιλαλήθης loving truth neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλήθεις — φιλαλήθης loving truth masc/fem acc pl φιλαλήθης loving truth masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαληθεστάτην — φιλαλήθης loving truth fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαληθεστάτου — φιλαλήθης loving truth masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαληθεστάτῳ — φιλαλήθης loving truth masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”